- μαγάς
- (; – 268 π.Χ.). Ηγεμόνας της Κυρήνης, της δυναστείας των Πτολεμαίων. Ήταν γιος του Πτολεμαίου Α’ και της ετεροθαλούς αδελφής του και συζύγου του Βερενίκης. Ο Πτολεμαίος έστειλε τον Μ. να καταπνίξει την επανάσταση στην Κυρήνη και όταν το πέτυχε, τον διόρισε εκεί σατράπη. Όταν όμως πέθανε ο πατέρας του, ο Μ. έδωσε στην Κυρήνη την ανεξαρτησία της, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά της και κήρυξε πόλεμο εναντίον του Πτολεμαίου Β’. Στην αρχή ο Μ. νικούσε, αλλά αργότερα ο Πτολεμαίος και ο Μ. συμφώνησαν να παντρέψουν τη Βερενίκη, κόρη του Μ., με τον γιο του Πτολεμαίου, και τα δύο παιδιά να κυβερνήσουν κάποτε τις δύο χώρες ενωμένες σε μία.
* * *μαγάς, -άδος, ἡ(Α)ξύλινο εξάρτημα τής κιθάρας ή τής λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, γέφυρα, καβαλάρης («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, καθάπερ ἐν τοῑς ὀργάνοις ἡ μαγάς», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μάγαδις*].
Dictionary of Greek. 2013.