μαγάς

μαγάς
(; – 268 π.Χ.). Ηγεμόνας της Κυρήνης, της δυναστείας των Πτολεμαίων. Ήταν γιος του Πτολεμαίου Α’ και της ετεροθαλούς αδελφής του και συζύγου του Βερενίκης. Ο Πτολεμαίος έστειλε τον Μ. να καταπνίξει την επανάσταση στην Κυρήνη και όταν το πέτυχε, τον διόρισε εκεί σατράπη. Όταν όμως πέθανε ο πατέρας του, ο Μ. έδωσε στην Κυρήνη την ανεξαρτησία της, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά της και κήρυξε πόλεμο εναντίον του Πτολεμαίου Β’. Στην αρχή ο Μ. νικούσε, αλλά αργότερα ο Πτολεμαίος και ο Μ. συμφώνησαν να παντρέψουν τη Βερενίκη, κόρη του Μ., με τον γιο του Πτολεμαίου, και τα δύο παιδιά να κυβερνήσουν κάποτε τις δύο χώρες ενωμένες σε μία.
* * *
μαγάς, -άδος, ἡ(Α)
ξύλινο εξάρτημα τής κιθάρας ή τής λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, γέφυρα, καβαλάρης («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, καθάπερ ἐν τοῑς ὀργάνοις ἡ μαγάς», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μάγαδις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαγάς — bridge of the cithara fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγας — Μάγᾱς , Μάγης masc acc pl (doric) Μάγᾱς , Μάγης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδα — μαγάς bridge of the cithara fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδας — μαγάς bridge of the cithara fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδες — μαγάς bridge of the cithara fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδι — μαγάς bridge of the cithara fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδος — μαγάς bridge of the cithara fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδων — μαγάς bridge of the cithara fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МУЗЫКА —    • Musĭca (ars),          μουσική (τέχνη), иногда также musica, orum; τὰ μουσικά, как искусство муз вообще, охватывает гораздо большую сферу, чем то, что ныне называется М. К ней относится всякая духовная деятельность как научная, так и… …   Реальный словарь классических древностей

  • МУЗЫКА —    • Musĭca (ars),          μουσική (τέχνη), иногда также musica, orum; τὰ μουσικά, как искусство муз вообще, охватывает гораздо большую сферу, чем то, что ныне называется М. К ней относится всякая духовная деятельность как научная, так и… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”